απολογητική

απολογητική
Ονομάζεται έτσι με ευρύτερη σημασία το τμήμα της διαλεκτικής που έχει σκοπό την υπεράσπιση της αλήθειας (από το ρήμα απολογούμαι, δηλαδή υπερασπίζω τον εαυτό μου). Από αυτή την άποψη μπορούν να θεωρηθούν απολογητικοί οι λόγοι μερικών αρχαίων συγγραφέων και φιλοσόφων, π.χ. τα Απομνημονεύματα του Σωκράτους του Ξενοφώντα και η Απολογία του Σωκράτους του Πλάτωνα· και τα δύο έχουν γραφτεί πραγματικά για να υπερασπίσουν τη μνήμη του δασκάλου από τις κατηγορίες της ασέβειας και της ανηθικότητας για τις οποίες είχε καταδικαστεί. Συνηθέστερα, η α. νοείται ως όρος που σχετίζεται με τη θεολογία και έχει σκοπό την υπεράσπιση των χριστιανικών αληθειών και της αξίας των ιερών βιβλίων κατά των αιρέσεων. Με αυτή την έννοια πρέπει να διακρίνουμε την ελληνική α. από τη λατινική. Η πρώτη περιλαμβάνει τους χριστιανούς συγγραφείς που έγραψαν απολογίες στην ελληνική γλώσσα για να αποκρούσουν τις διάφορες κατηγορίες και συκοφαντίες των εθνικών εναντίον των χριστιανών. Από αυτούς, επιφανέστεροι στον 2ο αι. μ.Χ. είναι οι Αθηναίοι Κοδράτος, Αριστείδης και Αθηναγόρας, οι Παλαιστίνιοι Αρίστων εκ Πέλλης και Ιουστίνος, οι Σύριοι Τατιανός και Θεόφιλος Αντιοχείας, οι Μικρασιάτες Απολλινάριος ο Ιεραπόλεως και Μελίτων o Σάρδεων και o Ερμείας, o συγγραφέας της Προς Διόγνητον επιστολής. Όλοι τους είχαν αποκλειστική ή κύρια συγγραφική δραστηριότητα την απόδειξη της αλήθειας του χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρικής πλάνης και γι’ αυτό ονομάστηκαν απολογητές. Εκτός από αυτούς, και άλλοι συγγραφείς της αρχαίας εκκλησίας έγραψαν απολογητικά έργα, όπως o Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Αθανάσιος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Ωριγένης, που με το έργο του Κατά Κέλσου προσέφερε την εγκυρότερη και πληρέστερη υπεράσπιση του χριστιανισμού, η οποία χαρακτηρίζεται από αριστοτεχνική επιχειρηματολογία και διαλεκτική δύναμη. Κυριότερος εκπρόσωπος της λατινικής α. κατά τα τέλη του 2ου αι. υπήρξε ο Μινούκιος Φήλιξ με το έργο του Οκτάβιος,ενώ τον 3o αι. ξεχωρίζουν ο Τερτυλλιανός με τα έργα του Απολογητικόν (Apologeticum)και Προς τα έθνη (Ad Nationes)και ο Κυπριανός o Καρχηδόνιος. Τον 4ο αι. αναδεικνύονται o Αρνόβιος με το έργο του Κατά των εθνών και ο Λακτάντιος (ο επονομαζόμενος και χριστιανός Κικέρων, για την καθαρότητα της λατινικής γλώσσας στην οποία έγραψε) με το κύριο έργο Θείες διδασκαλίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπολογητική — ἀπολογητικός suitable for defence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διόγνητον, επιστολή προς- — Απολογητική χριστιανική πραγματεία του 2ου αι. μ.Χ. σε τύπο επιστολής. Ο συγγραφέας της παραμένει άγνωστος. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του περιεχομένου της επιστολής είναι ότι o συγγραφέας απορρίπτει την ελληνική και την ιουδαϊκή θρησκευτική… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • απολογητικός — ή, ό 1. αυτός που έχει να κάνει με την απολογία: Η στάση που πήρε στην υπόθεση αυτή ήταν καθαρά απολογητική. 2. αυτός που συντάχθηκε για υπεράσπιση: Ορισμένοι χριστιανοί συγγραφείς έγραψαν σημαντικά απολογητικά έργα. 3. το θηλ. ως ουσ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολογητικός — ή, ό (AM ἀπολογητικός, ή, όν) κατάλληλος για απολογία νεοελλ. 1. σχετικός με την απολογία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀπολογητική ο τομέας της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη δικαίωση της χριστιανικής πίστης με την επισήμανση της αξιοπιστίας… …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος ο Μέγας — (295 – 373 μ.Χ.). Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για την παιδική και τη νεανική του ηλικία, παρά μόνο ότι είχε άρτια φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ως διάκονος συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της… …   Dictionary of Greek

  • Απολλινάριος — Όνομα χριστιανών επισκόπων. 1. Α. ο Ιεραπόλεως (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος της Ιεράπολης, πόλης της Φρυγίας.Έγραψε πάρα πολλά βιβλία, από τα οποία όμως σώζονται μόνο οι τίτλοι και από αυτούς όχι όλοι. Απηύθυνε απολογητική προς τον αυτοκράτορα Μάρκο …   Dictionary of Greek

  • Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”